- στρεπτήρ
- στρεπτ-ήρ, ῆρος, ὁ,A = στροφεύς, AP5.293.7 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεπτῆρα — στρεπτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆρι — στρεπτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek